- στρεβλόπους
- στρεβλό-πους, πουν, gen. ποδος,A crook-footed, Tz.H.10.623; = scaurus, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στρεβλόπους — ουν, Μ αυτός που έχει στρεβλά πόδια, στραβοπόδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρεβλός + πούς, ποδός] … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek